- σφοδρότερος
- σφοδρόςvehementmasc nom comp sgσφοδρόςvehementmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επακμάζω — (Α ἐπακμάζω) νεοελλ. ναυτ. «ο άνεμος επακμάζει» γίνεται διαρκώς σφοδρότερος, δυναμώνει αρχ. 1. φθάνω ή βρίσκομαι σε ακμή, σε άνθηση 2. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην ύψιστη ανάπτυξη τών δυνάμεων μου 3. φθάνω σε μεγάλη ένταση, έξαψη 4. ακμάζω (δηλ.… … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ՈՒԺԳԻՆ — ( ) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 13c ա. ἱσχυρός, κραταιός fortis, robustus σφοδρός , σφοδρότερος vehemens, ntior; gravis, nimius πολύς multus συχνός, πυκνός creber, frequens. Ուր կայցէ ոյժ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՒԺԳՆԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c ա. σφοδρότερος vehementior ἁλκιμότερος robustior. Կարի ուժգին. սաստիկ յոյժ. *Անձրեւ եթէ ուժգնագոյն իցէ: Ուժգնագոյն բանիւք վարի, եւ այր աւազակաց կոչէ զնա:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍԱՍՏԿԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0697 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c ա. σφοδρότερος, ον vehementior, tius ἱσχυρότερος fortior. կարի կամ առաւել սաստիկ. *Բարբառ սաստկագոյն քան զորոտմանն. Եւս. քր. ՟Ա: *Սաստկագոյնք քան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φορτσάρω — (λ. ιταλ.), φόρτσαρα και φορτσάρισα, φορτσαρισμένος 1. μτβ., εντείνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό, αυξάνω την έντασή του: Φορτσάρω τη δουλειά. 2. (ναυτ.), επαυξάνω τα καραβόπανα. 3. αμτβ. (ιδίως για ανέμους), εντείνομαι, γίνομαι σφοδρότερος, φουντώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)